Τέξας — (Texas). Ομόσπονδη Πολιτεία των νότιων HΠA, η πλέον εκτεταμένη της Ένωσης μετά την Αλάσκα. Βρέχεται από τον Κόλπο του Μεξικού στα ΝΑ και συνορεύει με το Μεξικό στα ΝΔ και τις ομόσπονδες Πολιτείες Λουιζιάνα και Αρκάνσας στα Α, Οκλαχόμα στα Β, Νέο… … Dictionary of Greek
Ιάβα — (διεθν. Java Jawa). Νησί (127.569 τ. χλμ., 121.352.608 κάτ. το 2000) της Ινδονησίας, στο νότιο τμήμα του ινδονησιακού τόξου. Βρέχεται στα Β από τη θάλασσα της Ι. και στα Ν από τον Ινδικό ωκεανό, ενώ εκτείνεται σε μήκος που υπερβαίνει τα 1.000 χλμ … Dictionary of Greek
Μονρόε, Μέριλιν — (Marilyn Monroe, Λος Άντζελες 1926 – 1962). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο της Αμερικανίδας ηθοποιού του κινηματογράφου Νόρμα Τζιν Μπέικερ (Norma Jean Baker). Πολύ νέα ακόμα έγινε γνωστή όταν φωτογραφήθηκε για ένα διαφημιστικό ημερολόγιο και έπαιξε… … Dictionary of Greek
Μπους, Τζορτζ — (George Bush, Μίλτον Μασαχουσέτης 1924 –). Αμερικανός πολιτικός, 41ος πρόεδρος των ΗΠΑ (1988 92). Γεννήθηκε στη Μασαχουσέτη, αλλά μεγάλωσε στο Γκρίνουιτς του Koνέτικατ κοντά στη Νέα Υόρκη. Ο πατέρας του μετά τον B’ Παγκόσμιο Πόλεμο, αναμείχθηκε… … Dictionary of Greek
Ντάλας — (Dallas). Πόλη (1.188.580 κάτ. το 2000) των ΗΠΑ, της πολιτείας του Τέξας, η δεύτερη σε σημασία της Πολιτείας μετά τη Χιούστον. Ιδρύθηκε το 1841 από τον Τζον Νίλι Μπράιαν επί του ποταμού Τρίνιτι, στη συμβολή του Ελμ Φορκ και του Γουέστ Φορκ, σε… … Dictionary of Greek
παγγερμανισμός — Πολιτικό κίνημα που δημιουργήθηκε στη Γερμανία τον 19o αι. με βάση τις εθνικιστικές θεωρίες των ρομαντικών φιλοσόφων, όπως ο Φίχτε και ο Χέγκελ, και απέβλεπε στη δημιουργία ενός κράτους που θα περιλάμβανε όλους τους μοιρασμένους τότε σε διάφορα… … Dictionary of Greek
πετρέλαιο — Μείγμα πολυάριθμων υδρογονανθράκων, όλων σχεδόν των χημικών σειρών, που περιέχει και μικρές ποσότητες οξυγονούχων, αζωτούχων και θειούχων προϊόντων. Πετρέλαια θεωρούνται και τα ορυκτέλαια που εξάγονται από μεταλλευτικά κοιτάσματα, εκείνα που… … Dictionary of Greek
Γκιγεμέν, Ροζέ — (Roger Guillemin, Ντιζόν 1924 –). Αμερικανός γιατρός και φυσιολόγος, γαλλικής καταγωγής. Σπούδασε ιατρική στα πανεπιστήμια της Ντιζόν και της Λιόν, στη Γαλλία και φυσιολογία στο πανεπιστήμιο του Μόντρεαλ, στον Καναδά. Δίδαξε στο πανεπιστήμιο του… … Dictionary of Greek
ένορκοι — Δικαστικός θεσμός ο οποίος διαμορφώθηκε στον χώρο της αγγλοσαξονικής νομικής παράδοσης. Αναφέρεται σε ένα σώμα πολιτών, όχι δικαστών, από τους οποίους ζητείται, αφού δώσουν τον νόμιμο όρκο (απ’ όπου προέκυψε και ο όρος έ.) να αποφανθούν για τα… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek