Χιούστον

Χιούστον
Πόλη (1.740.000 κάτ.) των ΗΠΑ, στην πολιτεία του Τέξας, χτισμένη σε απόσταση 80 χλμ. από τη θάλασσα. Το X. είναι κέντρο πετρελαιοφόρας περιοχής, γεγονός που έπαιξε σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξη της πόλης. Εξάγει μεγάλες ποσότητες πετρελαίου, ξυλείας, βαμβάκι και έχει μεγάλη παραγωγή σιτηρών. Στην πόλη αυτή λειτουργούν εξάλλου και μεγάλες βιομηχανικές επιχειρήσεις. Άποψη του Χιούστον των ΗΠΑ (φωτ. ΑΠΕ).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Τέξας — (Texas). Ομόσπονδη Πολιτεία των νότιων HΠA, η πλέον εκτεταμένη της Ένωσης μετά την Αλάσκα. Βρέχεται από τον Κόλπο του Μεξικού στα ΝΑ και συνορεύει με το Μεξικό στα ΝΔ και τις ομόσπονδες Πολιτείες Λουιζιάνα και Αρκάνσας στα Α, Οκλαχόμα στα Β, Νέο… …   Dictionary of Greek

  • Ιάβα — (διεθν. Java Jawa). Νησί (127.569 τ. χλμ., 121.352.608 κάτ. το 2000) της Ινδονησίας, στο νότιο τμήμα του ινδονησιακού τόξου. Βρέχεται στα Β από τη θάλασσα της Ι. και στα Ν από τον Ινδικό ωκεανό, ενώ εκτείνεται σε μήκος που υπερβαίνει τα 1.000 χλμ …   Dictionary of Greek

  • Μονρόε, Μέριλιν — (Marilyn Monroe, Λος Άντζελες 1926 – 1962). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο της Αμερικανίδας ηθοποιού του κινηματογράφου Νόρμα Τζιν Μπέικερ (Norma Jean Baker). Πολύ νέα ακόμα έγινε γνωστή όταν φωτογραφήθηκε για ένα διαφημιστικό ημερολόγιο και έπαιξε… …   Dictionary of Greek

  • Μπους, Τζορτζ — (George Bush, Μίλτον Μασαχουσέτης 1924 –). Αμερικανός πολιτικός, 41ος πρόεδρος των ΗΠΑ (1988 92). Γεννήθηκε στη Μασαχουσέτη, αλλά μεγάλωσε στο Γκρίνουιτς του Koνέτικατ κοντά στη Νέα Υόρκη. Ο πατέρας του μετά τον B’ Παγκόσμιο Πόλεμο, αναμείχθηκε… …   Dictionary of Greek

  • Ντάλας — (Dallas). Πόλη (1.188.580 κάτ. το 2000) των ΗΠΑ, της πολιτείας του Τέξας, η δεύτερη σε σημασία της Πολιτείας μετά τη Χιούστον. Ιδρύθηκε το 1841 από τον Τζον Νίλι Μπράιαν επί του ποταμού Τρίνιτι, στη συμβολή του Ελμ Φορκ και του Γουέστ Φορκ, σε… …   Dictionary of Greek

  • παγγερμανισμός — Πολιτικό κίνημα που δημιουργήθηκε στη Γερμανία τον 19o αι. με βάση τις εθνικιστικές θεωρίες των ρομαντικών φιλοσόφων, όπως ο Φίχτε και ο Χέγκελ, και απέβλεπε στη δημιουργία ενός κράτους που θα περιλάμβανε όλους τους μοιρασμένους τότε σε διάφορα… …   Dictionary of Greek

  • πετρέλαιο — Μείγμα πολυάριθμων υδρογονανθράκων, όλων σχεδόν των χημικών σειρών, που περιέχει και μικρές ποσότητες οξυγονούχων, αζωτούχων και θειούχων προϊόντων. Πετρέλαια θεωρούνται και τα ορυκτέλαια που εξάγονται από μεταλλευτικά κοιτάσματα, εκείνα που… …   Dictionary of Greek

  • Γκιγεμέν, Ροζέ — (Roger Guillemin, Ντιζόν 1924 –). Αμερικανός γιατρός και φυσιολόγος, γαλλικής καταγωγής. Σπούδασε ιατρική στα πανεπιστήμια της Ντιζόν και της Λιόν, στη Γαλλία και φυσιολογία στο πανεπιστήμιο του Μόντρεαλ, στον Καναδά. Δίδαξε στο πανεπιστήμιο του… …   Dictionary of Greek

  • ένορκοι — Δικαστικός θεσμός ο οποίος διαμορφώθηκε στον χώρο της αγγλοσαξονικής νομικής παράδοσης. Αναφέρεται σε ένα σώμα πολιτών, όχι δικαστών, από τους οποίους ζητείται, αφού δώσουν τον νόμιμο όρκο (απ’ όπου προέκυψε και ο όρος έ.) να αποφανθούν για τα… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”